ταρτούφος

ταρτούφος
ο лицемер, ханжа (по имени Тартюфа, героя одноимённой пьесы)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ταρτούφος" в других словарях:

  • Ταρτούφος — ο, Ν 1. ήρωας ομώνυμης κωμωδίας τού Μολιέρου, ενσάρκωση τής κακίας και τής υποκρισίας 2. ως προσηγ. α) άνθρωπος ανήθικος ο οποίος μιλά συνεχώς για την ηθική προκειμένου να εξαπατά έτσι τους αφελείς β) υποκριτής και ψευδευλαβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ …   Dictionary of Greek

  • Ταρτούφος — ο (λ. γαλλ.) 1. ήρωας ομώνυμης κωμωδίας του Μολιέρου. 2. υποκριτής, φαρισαίος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταρτουφισμός — ο, Ν η διαγωγή τού Ταρτούφου, προσπάθεια απόκρυψης ελαττωμάτων με συνεχείς ηθικολογίες, υποκρισία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ταρτούφος + ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1820 στον Αδ. Κοραή] …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Κράους, Βέρνερ — (Werner Krauss, 1884 – 1959). Γερμανός ηθοποιός του κινηματογράφου και του θεάτρου. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο θέατρο το 1904 και ακολούθησε κυρίως το κλασικό δραματολόγιο, αλλά συμμετείχε και σε έργα των Φ. Βέντεκιντ, Γ. Χάουπτμαν κ.ά.… …   Dictionary of Greek

  • Μάγερ, Καρλ — (Carl Mayer, Γκρατς, Αυστρία 1894 – Λονδίνο 1944). Γερμανός σεναριογράφος του κινηματογράφου, αυστριακής καταγωγής. Ο Μ. είναι μία από τις πιο αντιπροσωπευτικές προσωπικότητες της χρυσής περιόδου του γερμανικού κινηματογράφου. Το όνομά του είναι… …   Dictionary of Greek

  • Μολιέρος — (Moliere, Παρίσι 1622 – 1673). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Γάλλου θεατρικού συγγραφέα και ηθοποιού Ζαν Μπατίστ Ποκλέν (Jean Baptiste Poquelin). Φοίτησε πρώτα σε σχολείο ιησουιτών, ανάμεσα στους νέους της υψηλής κοινωνίας· συνέχισε κατόπιν τις… …   Dictionary of Greek

  • Μουρνάου, Φρίντριχ Βίλχεμ — (F.W. Murnau, Μπίλεφελντ 1888 – Καλιφόρνια 1931). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Γερμανού σκηνοθέτη και ηθοποιού του κινηματογράφου Φρίντριχ Βίλχελμ Πλουμπ (Friedrich Wilhelm Plumpe). Σπούδασε Φιλολογία και Ιστορία Τέχνης στο Πανεπιστήμιο του… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»